παρεγκεφαλίτιδα

παρεγκεφαλίτιδα
η
(ιατρ.), μορφή μηνιγγοεγκεφαλίτιδας στην παρεγκεφαλίδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρεγκεφαλίτιδα — η ιατρ. μορφή εγκεφαλίτιδας που προσβάλλει την παρεγκεφαλίδα και παρατηρείται ιδίως ως επιπλοκή τών λοιμωδών νοσημάτων τής παιδικής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεγκεφαλίδα + κατάλ. ίτις / ίτιδα*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”